ασματοκάμπτης

ασματοκάμπτης
ἀσματοκάμπτης, ο (Α)
αυτός που στρίβει με περίεργο τρόπο τα άσματα (ειρωνική λέξη του Αριστοφάνη για τους διθυραμβοποιούς της εποχής του).
[ΕΤΥΜΟΛ. < άσμα + -καμπτης < κάμπτω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ᾀσματοκάμπτας — ᾀσματοκάμπτᾱς , ᾀσματοκάμπτης twister of song masc acc pl ᾀσματοκάμπτᾱς , ᾀσματοκάμπτης twister of song masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άσμα — το (AM ᾆσμα, Α και ἄεισμα) το τραγούδι, κυρίως λυρική ωδή ή ύμνος νεοελλ. 1. το κείμενο του άσματος με τη μελωδία του 2. ο ψαλμός 3. εκκλ. ένα από τα ποιητικά βιβλία της ΠΔ: «άσμα ασμάτων» 4. «κύκνειον άσμα» το τελευταίο πριν από τον θάνατό του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”